- αρμοδιότητα
- (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των διοικητικών δικαστηρίων.
Η αστική α. ή α. των πολιτικών δικαστηρίων καθορίζεται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και διακρίνεται σε α. κατά την αξία του αντικειμένου της δίκης, καθ’ ύλην, κατά τόπον και λειτουργική. Η α. κατά την αξία έχει ως αρχή ότι η αξία του αντικειμένου της διαφοράς καθορίζεται από αυτό το δικαστήριο στο οποίο έχει υποβληθεί.
Η α. κατά τόπο (ή τοπική α.) καθορίζεται σύμφωνα με την αρχή ότι αρμόδιο είναι το δικαστήριο του τόπου της κατοικίας του εναγομένου·για όσους κατοικούν στην αλλοδαπή, της κατοικίας πριν από την αναχώρησή τους·για το Δημόσιο, το δικαστήριο του τόπου όπου εδρεύει η αρμόδια να το εκπροσωπήσει αρχή εναντίον των δικαστηρίων. Η α. προσδιορίζεται από τον τόπο της έδρας των νομικών προσώπων ή των εταιρειών. O τόπος όπου βρίσκεται το ακίνητο καθορίζει την α. στις διαφορές επί εμπραγμάτων δικαιωμάτων (βλ. λ. δίκαιο)· στις κληρονομικές δίκες η α. καθορίζεται από τον τόπο της κατοικίας ή τελευταίας διαμονής εκείνου που κληρονομείται. Στις ενοχικές σχέσεις την α. καθορίζει ο τόπος στον οποίο έχει συνομολογηθεί ότι θα γίνει η εκπλήρωση της παροχής· η τελευταία διαμονή των συζύγων λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου στις διαφορές του γάμου. Για τους δημόσιους υπαλλήλους και τους στρατιωτικούς υπολογίζεται o τόπος άσκησης των καθηκόντων τους ή της στάθμευσης της μονάδας τους. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει για άλλες ειδικότερες περιπτώσεις. Σε περίπτωση που περισσότερα από ένα δικαστήρια είναι αρμόδια, o ενάγων έχει δικαίωμα επιλογής. Σε όλες τις διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο, οι ενδιαφερόμενοι έχουν τη δυνατότητα, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία μεταξύ τους, να παραπέμψουν την εκδίκαση της διαφοράς σε αναρμόδιο κατά τόπο τακτικό δικαστήριο. Το δικαστήριο που ήταν αρμόδιο κατά την έναρξη της δίκης εξακολουθεί να είναι αρμόδιο και αν στο μεταξύ έχουν μεταβληθεί οι προϋποθέσεις α.
Η παραπομπή της δίκης από ένα δικαστήριο σε άλλο επιτρέπεται όταν o αριθμός των δικαστών κάνει αδύνατη τη νόμιμη συγκρότησή του (λόγω εξαίρεσης ή ασθένειας δικαστών) ή όταν υπάρχει κίνδυνος για την κοινή ασφάλεια.
Λειτουργική α. εννοείται η α. που έχει αναγνωριστεί στους διάφορους βαθμούς της δικαιοδοσίας.
Στις αστικές δίκες κατά πρώτο βαθμό δικάζουν τα ειρηνοδικεία, τα μονομελή και τα πολυμελή πρωτοδικεία (βλ. λ. δικαστήρια), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω. Κατ’ έφεση δικάζουν: τα πολυμελή πρωτοδικεία, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων της περιφέρειάς τους· τα εφετεία, κατά των αποφάσεων των πολυμελών και μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των εισηγητών της περιφέρειάς τους. Τέλος, στην α. του Αρείου Πάγου υπάγονται οι αναιρέσεις κατά των αποφάσεων οποιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου, καθώς επίσης, εφόσον δεν έχουν υπαχθεί σε άλλο δικαστήριο, οι αιτήσεις παραπομπής λόγω εξαίρεσης δικαστών πολυμελών πρωτοδικείων ή εφετείων και οι αιτήσεις σχετικά με τον καθορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου όταν δεν υπάρχει πλέον το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, η οποία προσβάλλεται ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Η ποινική α. είναι η εξουσία του δικαστή να επιληφθεί και να δικάσει μια ορισμένη ποινική υπόθεση. Διακρίνεται σε α. καθ’ ύλην (δηλαδή σχετική με τη φύση και τη βαρύτητα του αδικήματος), κατά τόπο και λειτουργική. Κατά την α. καθ’ ύλην ο ειρηνοδίκης, που είναι ταυτόχρονα πταισματοδίκης, δικάζει τα πταίσματα, εκτός από όσα έχουν ρητά εξαιρεθεί και ενεργεί προανακρίσεις και προκαταρκτικές εξετάσεις για κάθε άλλο ποινικό αδίκημα. Στην α. του πρωτοδικείου, που είναι ταυτόχρονα πλημμελειοδικείο, ανήκει η ανάκριση (διορισμός ενός ανακριτή και ενός ανακριτή ανηλίκων) και οι εξουσίες του δικαστικού συμβουλίου (παραπομπή σε δίκη, απαλλαγή κλπ.). Με συμμετοχή τριών τακτικών δικαστών, τα τριμελή πλημμελειοδικεία δικάζουν τα πλημμελήματα (εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις) και τα πταίσματα των δικηγόρων και των δικαστικών. Τα μονομελή πλημμελειοδικεία δικάζουν τα πλημμελήματα που τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή (με εξαίρεση ορισμένων που υπάγονται στα κακουργιοδικεία ή τα εφετεία ή τα δικαστήρια ανηλίκων, καθώς και τις περιπτώσεις πλαστογραφίας και παραβίασης υποχρέωσης διατροφής). Αρμόδια για τα εγκλήματα των ανηλίκων (ηλικίας 12-17 ετών συμπληρωμένων) είναι τα μονομελή ή τριμελή δικαστήρια ανηλίκων. Τα επ’ αυτοφώρω πλημμελήματα και τα πταίσματα που γίνονται κατά τις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων δικάζονται αμέσως από το ίδιο το δικαστήριο· την ίδια εξουσία έχουν και τα πολιτικά δικαστήρια (ο ειρηνοδίκης μόνο για τα πταίσματα), αλλά εφαρμόζονται ως προς τη διαδικασία οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αρμόδια για τα κακουργήματα, τα πολιτικά πλημμελήματα, τα πλημμελήματα των δικηγόρων και των δικαστικών υπαλλήλων κατά την εκδήλωση της γνώμης τους σχετικά με την άσκηση του λειτουργήματός τους, καθώς και για τα εγκλήματα του Τύπου που αφορούν τον δημόσιο βίο προσώπου που ασκεί δημόσιο λειτούργημα είναι τα κακουργιοδικεία. Τέλος, ορισμένα κακουργήματα (κλοπής, υπεξαίρεσης ή απάτης κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, κατά της περιουσίας της Εθνικής και Αγροτικής Τραπέζης, τα εγκλήματα δόλιας χρεοκοπίας ανωνύμων εταιρειών και τραπεζών, τα κακουργήματα ναυταπάτης και πειρατείας, λαθρεμπορίου, ανθρωποκτονίας σε μονομαχία, τα πλημμελήματα δικηγόρων και δικαστικών) υπάγονται στην αρμοδιότητα των εφετείων.
Η ποινική α. καθορίζεται γενικά σύμφωνα με το χαρακτηριστικό του αδικήματος κατά τον ποινικό νόμο. Το ποινικό δικαστήριο οφείλει να εξετάζει αν είναι αρμόδιο και αν κρίνει ότι δεν είναι αρμόδιο να παραπέμψει την υπόθεση στο καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο. Αν όμως από τη συζήτηση προκύψει ότι αρμόδιο είναι κατώτερο δικαστήριο, το δικαστήριο που έχει αναλάβει την υπόθεση είναι αρμόδιο να την κρατήσει και να τη δικάσει αυτό το ίδιο.
Η κατά τόπο α. προσδιορίζεται κατά προτίμηση από τον τόπο όπου διαπράχτηκε το έγκλημα ή τον τόπο όπου κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο κατηγορούμενος κατά την έναρξη της ποινικής δίωξης. Ειδικές διατάξεις διέπουν τις περιπτώσεις αδικημάτων του Τύπου, εγκλημάτων που τελέστηκαν πάνω σε πλοίο (α. του δικαστηρίου του λιμανιού νηολόγησης ή προσέγγισης) ή σε αεροσκάφος (τόπος προσγείωσης). Η α. σε περίπτωση εκδίκασης συναφών εγκλημάτων ή σε περίπτωση συναιτιότητας καθορίζεται σύμφωνα με τη βαρύτερη εγκληματική πράξη ή με το συναίτιο της εγκληματικής πράξης που απειλείται με τη βαρύτερη ποινή.
Η λειτουργική α. κατανέμεται κατά τον ακόλουθο τρόπο: το εφετείο δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των πλημμελειοδικείων και των πρωτοδικείων, καθώς και των εφετείων (πλημμελήματα δικηγόρων κλπ.)· το τριμελές πλημμελειοδικείο είναι αρμόδιο κατά των αποφάσεων των μονομελών πλημμελειοδικείων, τα οποία δικάζουν με τη σειρά τους τις εφέσεις κατ’ αποφάσεων των πταισματοδικών. Σε περίπτωση σύγκρουσης α. και α. κατά παραπομπή γίνεται κανονισμός α. από το συμβούλιο εφετών ή τον Άρειο Πάγο.
* * *η (και -ότης, [-ότητος])1. η δικαιοδοσία κάποιου λόγω της θέσης που κατέχει ή των ειδικών του γνώσεων σ' έναν τομέα2. η ικανότητα, η καταλληλότητα.
Dictionary of Greek. 2013.